νεαροποιήσῃ

νεαροποιήσῃ
νεαροποιέω
make new
aor subj mid 2nd sg
νεαροποιέω
make new
aor subj act 3rd sg
νεαροποιέω
make new
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεαροποίηση — η [νεαροποιώ] ιατρ. η απόξεση συνθλιμένου ιστού, άτονων υπολειμμάτων ή ανώμαλης ουλής από την επιφάνεια τών τοιχωμάτων παλαιάς τραυματικής κάκωσης για υποβοήθηση τής επούλωσης …   Dictionary of Greek

  • νεαροποιώ — (Α νεαροποιῶ, έω) νεοελλ. εκτελώ νεαροποίηση αρχ. 1. (το ενεργ. και το μέσ.) καθιστώ κάτι νέο, ανανεώνω, ανακαινίζω («τοὺς ἐπιπολῆς πλησιάζων ὁ ἀὴρ νεαροποιεῑ», Πλούτ.) 2. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + ποιῶ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”